αυστριακός

αυστριακός
-ή και -ιά, -ό
1. ως κύριο όν. α) ο κάτοικος της Αυστρίας ή ο καταγόμενος από την Αυστρία
β) ειρωνική ονομασία για κατοίκους ορισμένων πόλεων, στους οποίους αποδίδεται τσιγκουνιά
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αυστρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυστριακός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με την Αυστρία: Τα αυστριακά δάση είναι ονομαστά. 2. ως ουσ., Αυστριακός θηλ. ή ο κάτοικος της Αυστρίας ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή: Το 1865 οι Αυστριακοί νικήθηκαν από τους Πρώσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάαρ, Φερδινάνδος φον- — Αυστριακός ποιητής, συγγραφέας και διηγηματογράφος (1833 1906). Αρχικά κατατάχτηκε στο στρατό και έγινε αξιωματικός. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναμείχθηκε στην πολιτική και εκλέχτηκε βουλευτής στο αυστριακό κοινοβούλιο. Τα έργα του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Ούγκο — (Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903).Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό περιβάλλον… …   Dictionary of Greek

  • Γκριλπάρτσερ, Φραντς — (Franz Grillparzer, Βιέννη 1791 – 1872).Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διακρινόταν από μία προδιάθεση προς την κατήφεια και τη μελαγχολία, που επηρέασε το έργο του. Στο γράψιμό του συνδυάζονται το ισπανικό δράμα σε ύφος μπαρόκ και… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… …   Dictionary of Greek

  • Λάουντα, Νίκι — (Niki Lauda, Βιέννη 1949 –). Αυστριακός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Γόνος εύπορης αυστριακής οικογένειας, συμμετείχε στον πρώτο αγώνα αυτοκινήτου το 1968, σε μια ειδική διαδρομή ανάβασης με ένα Mini Cooper, στον οποίο τερμάτισε δεύτερος …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”